Οι πρόσφυγες παππούδες, οι σπουδές στην Αμερική, ο καρκίνος και η βαθιά πεποίθησή της πως η τέχνη ενώνει τους ανθρώπους κάτω από τα ίδια ιδανικά
Μια ευαίσθητη και πρωτοποριακή εικαστική καλλιτέχνις, που παρότι ζει μόνιμα στην Αμερική δεν παραλείπει να εκφράζει συχνά – πυκνά την αγάπη της για την Ελλάδα και την περηφάνια της για την ελληνική καταγωγή της ενώ χρησιμοποιεί σταθερά την τέχνη της προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη σχετικά με φλέγονται κοινωνικά θέματα είναι η Γεωργία Λαλέ, που είδε ένα από τα έργα της νέας έκθεσής της στο ελληνικό Γενικό Προξενείο στη Νέα Υόρκη, να αποκαθηλώνεται, με εντολή του υπουργείου Εξωτερικών, θεωρούμενο ως προσβλητικό για το εθνικό μας σύμβολο.
Πρόκειται για μια ροζ ελληνική σημαία φτιαγμένη από κομμάτια σεντονιών που προέρχονται από ελληνικά σπίτια οι γυναίκες των οποίων έχουν ζήσει στο πετσί του τη φρίκη της ενδοοικογενειακής βίας. Αυτό είναι το βασικό θέμα της έκθεσης με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ενοχή της Γειτονιάς» (Neighborhood Guilt), που διοργανώθηκε, στο πλαίσιο ενός πρότζεκτ το οποίο αναδεικνύει το έργο καλλιτεχνών από την Ελλάδα που ζουν ή/και εργάζονται στη Νέα Υόρκη.
Στα εγκαίνια της έκθεσης, που πραγματοποιήθηκαν στις 15 Δεκεμβρίου, η Γεωργία Λαλέ δεν μπορούσε να φανταστεί πως το συγκεκριμένο έργο, το οποίο εντάσσεται, συμβολικά, στην προσπάθεια της καταπολέμησης της ενδοοικογενειακής βίας που στοιχειώνει ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο, θα αποτελούσε αφορμή για να ξεσπάσει πολιτική διαμάχη στην πατρίδα της. Και αυτό γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζει κάτι αντίστοιχο.
Κατά το παρελθόν, εξάλλου, στο πλαίσιο εκθέσεών της σε διάφορα μέχρι του κόσμου, μεταξύ άλλων και στη Μπιενάλε της Βενετίας, είχε χρησιμοποιήσει κι άλλες σημαίες, όπως αυτές των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να περάσει μηνύματα υπέρ της εξάλειψης της φτώχειας ή του στίγματος του καρκίνου με τον οποίο και η ίδια πάλεψε γενναία τα τελευταία χρόνια. Γιατί είναι επιλογή της να συνδυάζει άρρηκτα το έργο της με τον ακτιβισμό και την προσπάθεια για την δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου.
«Λυπάμαι που η δουλειά μου παρερμηνεύτηκε. Τα θύματα γυναικοκτονιών είναι ήρωες του αγώνα για ελευθερία και ζωή στην Ελλάδα και διεθνώς» ήταν η πρώτη δημόσια δήλωση της ίδιας, στα social media, μόλις πληροφορήθηκε την απόσυρση του έργου της οι προθέσεις του οποίου παρεξηγήθηκαν, πρωτίστως, από τον επικεφαλής του κόμματος «Νίκη», Δημήτρης Νατσιό, ο οποίος έκανε λόγο για «κουρέλι» συμπληρώνοντας πως «η σημαία αλλάζει χρώμα, μόνον όταν βαφτεί κόκκινη από το αίμα των αγώνων του λαού μας».
Μόνον που, όπως εξηγεί η καλλιτέχνις στο πρόγραμμα της έκθεσής της, και αυτή η ροζ σημαία είναι φτιαγμένη από κομμάτια ματωμένων ελληνικών γυναικείων ψυχών: «Αυτές οι γυναίκες έχουν φαινομενικά λίγα κοινά πράγματα αλλά όλες έχουν ξαπλώσει σε αυτά τα σεντόνια απελπισμένες και φοβισμένες. Το σπίτι δεν είναι καταφύγιο για ανθρώπους που ζουν σε ένα καταχρηστικό περιβάλλον. Αντιθέτως, εδώ είναι οι πιο ευάλωτοι, μοναχικοί και εκτεθειμένοι. Η πλειοψηφία των θυμάτων γυναικοκτονιών δολοφονείται στα σπίτια και στα κρεβάτια τους. Η ζωή τους τελειώνει στο κρεβάτι που φτιάχνουν κάθε πρωί. Τα σεντόνια τους απορροφούν το αίμα τους. Παρόμοια σεντόνια με εκείνα που μουλιάζουν τα δάκρυά μας, που ρουφάνε τα όνειρά μας».
Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες πρόγονοι της και οι σπουδές στην Αμερική
Ήταν το 2015 όταν κυκλοφόρησαν στα διεθνή αλλά και τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης οι φωτογραφίες μιας μαυροντυμένης νεαρής κοπέλας που φορούσε ένα πορτοκαλί σωσίβιο να περπατά αμίλητη στην Times Square και το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Επρόκειτο για ένα πρωτότυπο εικαστικό έργο – παρέμβαση, της Ελληνίδας εικαστικού που σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και έκανε το μεταπτυχιακό της στο πανεπιστήμιο School of Visual Arts στην Νέα Υόρκη, με τίτλο #OrangeVest, στην προσπάθειά της να αντιδράσει για τους πρόσφυγες που πνίγονταν, τότε, κατά εκατοντάδες, καθημερινά, στην Ευρώπη. Στην καλλιτεχνική αυτή πρωτοβουλία της συμμετείχαν λίγο αργότερα, εθελοντικά, 16 ακόμα άτομα από την Ελλάδα, την Αμερική, την Αραβία, την Κίνα, την Κορέα, την Κένυα, το Μεξικό και την Ταϊλάνδη, συνεχίζοντας, όλοι μαζί, την εικαστική πορεία διαμαρτυρίας τους στην γέφυρα και τις μεταναστευτικές γειτονίες του Μπρούκλιν.
«Η τέχνη έχει την δύναμη να ευαισθητοποιεί και να ενεργοποιεί την κοινή γνώμη σε σχέση με τα μείζονα κοινωνικά προβλήματα και να ενώνει τους ανθρώπους και τους λαούς κάτω από τα ίδια ιδανικά. Την ειρήνη, την ισότητα και την αδελφότητα» μού είχε πει τότε, κατά την διάρκεια μιας συνέντευξης, συμπληρώνοντας με νόημα: «Εμένα ο στόχος μου είναι δείξω ότι τη προσφυγική κρίση στην Ευρώπη είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Ότι είναι μέρος της καθημερινότητας μας, ακόμα και αν μας δημιουργείτε η αίσθηση, λόγω της απόσταση, ότι συμβαίνει κάπου μακριά. Εδώ ο κόσμος δεν βλέπει τους πρόσφυγες στο δρόμο σε καθημερινή βάση όπως γίνετε στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Παρακολουθούνε τις ειδήσεις και ύστερα συνεχίζουν την ρουτίνα τους, ο σκοπός μου είναι φέρω ένα κομμάτι αυτή της πραγματικότητας μέσα στην καθημερινή ζωή του κατοίκου της Νέας Υόρκης.»
Κι όταν τη ρώτησα αν αυτή η έντονη ευαισθητοποίησή της για το προσφυγικό έχει τις ρίζες της σε κάποια προσωπική ή οικογενειακή ιστορία, μού εξήγησε πως ο παππούς της, Κωνσταντίας Λαλές, ήρθε σαν πρόσφυγας στην Ελλάδα, το 1922, σε ηλικία 5 χρονών. Ήταν από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας και η οικογένεια του, ταξίδεψε κάτω από παρόμοιες συνθήκες με αυτές που οι πρόσφυγες διασχίζουν σήμερα το Αιγαίο. Η δε προγιαγιά της, της οποίας και πήρε το όνομα, ταξίδεψε μόνη, με τα οχτώ παιδιά της, ενώ γέννησε το ένα από αυτά πάνω στην προκυμαία καθώς περίμενε να επιβιβαστεί σε μια βάρκα και να αποφύγει τα κέντρα συγκέντρωσης. Ο προπάππους της, πάλι, χρειάστηκε να μεταμφιεστεί σε γυναίκα για να μπορέσει να επιβιβαστεί σε μία από τις βάρκες ενώ πέρασαν δύο ολόκληρα χρόνια μέχρι να καταφέρει να επανενωθεί με την οικογένειά του. «Δεν έχω ζήσει την προσφυγιά αλλά είναι μέσα στην οικογένεια μου, μέσα στο αίμα μου» παραδεχόταν.
Γι’ αυτό και κάθε φορά που έβλεπε στις ειδήσεις τα πνιγμένα προσφυγόπουλα και τις χωρισμένες οικογένειες ένιωθε απέραντη θλίψη αλλά και ντροπή που δεν μπορούσε με κάποιον τρόπο να βοηθήσει. Κι από την άλλη, η ελληνική ψυχή της γέμιζε συγκίνηση σε κάθε διάσωση: «Όταν βλέπω τους συμπατριώτες μου να βουτούν με τόση αυτοθυσία στην θάλασσα για να σώσουν παιδιά, μανάδες και άνδρες αποφασισμένες και άντρες αποφασισμένους να διασφαλίσουν ένα ασφαλές μέλλον για τις οικογένειες τους, νιώθω περιφανή που είμαι Ελληνίδα. Νιώθω περιφανή που γεννήθηκα και μεγάλωσα σε αυτό τον τόπο. Αυτοί οι άνθρωποι μου δίνουν ελπίδα για το μέλλον του ανθρώπινου γένους» εξομολογούνταν.
Πηγή: protothema