Ο όρος ειδικές μαθησιακές δυσκολίες χρησιμοποιείται για να καλύψει μια σειρά δυσκολιών που συνδέονται με τη μάθηση. Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο ως συνώνυμο της δυσλεξίας, όμως στη πραγματικότητα η δυσλεξία είναι μία μόνο από τις ειδικές μαθησιακές δυσκολίες.
Για παράδειγμα, η δυσγραφία αναφέρεται στη δυσκολία συντονισμού των κινήσεων που απαιτούνται για τη γραφή, ενώ η δυσλεξία περιλαμβάνει ελλείμματα σε πολλές γνωστικές και λειτουργικές δυσκολίες, όπως η μνήμη, η ακουστική και οπτική επεξεργασία, ο προσανατολισμός στο χώρο και στο χρόνο, κ.α.
Η διάγνωση
Η διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών, γενικευμένων ή ειδικών, πάντοτε γίνεται έπειτα από λήψη πλήρους ιατρικού ατομικού και οικογενειακού ιστορικού, κλινική αξιολόγηση και χορήγηση σταθμισμένων αναπτυξιακών εργαλείων από αναπτυξιολόγο, παιδοψυχολόγο και εκπαιδευτικό ειδικής αγωγής και παράλληλα συμπλήρωση ερωτηματολογίων από τους γονείς -φροντιστές και το σχολείο του παιδιού (συνήθως τα ερωτηματολόγια τα συμπληρώνει ο δάσκαλος της τάξης).
Οι κυριότερες ενδείξεις για την ύπαρξη μαθησιακών δυσκολιών είναι οι εμμένουσες δυσκολίες στην ανάγνωση, στη γραφή και στα μαθηματικά (αριθμητική και επίλυση προβλημάτων) κατά τα σχολικά έτη, οι οποίες γίνονται εμφανείς από τις πρώτες κιόλας τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Οι παραπάνω δυσκολίες θα πρέπει να επηρεάζουν την ακαδημαϊκή πορεία του ατόμου σε τέτοιο βαθμό ώστε η απόδοση του μαθητή να είναι χαμηλότερη από τον μέσο όρο, δηλαδή χαμηλότερη από την αντίστοιχη απόδοση παιδιών της ηλικίας του, με φυσιολογικό νοητικό δυναμικό.
Δεν είναι λίγες οι φορές που κατά την αξιολόγηση παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες διαπιστώνονται επιπλέον δυσκολίες στην αντίληψη, στην κατανόηση, στον ρυθμό επεξεργασίας στη μνήμη και στην προσοχή. Οι δυσκολίες αυτές, σε συνδυασμό με τις εγγενείς δυσκολίες του παιδιού, επηρεάζουν επιπλέον τη σχολική απόδοσή του, μεγεθύνοντας τις δυσκολίες στα μαθηματικά, στην προπαίδεια και στην επίλυση προβλημάτων, στην ορθογραφία και στην ανάγνωση (ρυθμός ανάγνωσης, συχνές παραποιήσεις λέξεων), στην κατανόηση κειμένου, είτε στην απομνημόνευση θεωρητικών μαθημάτων, όπως είναι η ιστορία και τα θρησκευτικά.
Ας μην ξεχνάμε ότι, συχνά, παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, με το πέρασμα του χρόνου μπορεί να εμφανίσουν και συννόσηση με άλλες ψυχοσυναισθηματικές διαταραχές, όπως συμπτωματολογία άγχους και κατάθλιψης, χαμηλή αυτοεκτίμηση, κακή εικόνα εαυτού και απόσυρση από τις κοινωνικές δράσεις ή επιθετική συμπεριφορά.
Η αντιμετώπιση
Όμως, όποιες δυσκολίες ή ιδιαιτερότητες και αν εμφανίζει κάποιος, ανεξαρτήτως του βαθμού και του είδους τους, χρειάζεται άμεση και έγκαιρη αναγνώριση και άμεση ένταξη σε πρόγραμμα παρέμβασης για την επίλυση των δυσκολιών αυτών. Στην έγκαιρη παρέμβαση παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, μπορούν να βοηθήσουν πρωτίστως εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής, λογοθεραπευτές και ψυχολόγοι, με μαθήματα τα οποία πραγματοποιούνται εκτός σχολικού πλαισίου.
Εξίσου εποικοδομητικά είναι και τα προγράμματα ενισχυτικής διδασκαλίας, τα οποία πραγματοποιούνται σε δημόσια σχολεία, την ώρα του εκπαιδευτικού προγράμματος, με στόχο την ενίσχυση των πιο «αδύνατων» μαθησιακά μαθητών. Πολλές από τις παρεμβάσεις ειδικής διαπαιδαγώγησης και ειδικής αγωγής απευθύνονται τόσο στο ίδιο το παιδί που δυσκολεύεται μαθησιακά, όσο και στην οικογένεια στο σύνολό της, για τη στήριξη της αλλά και την ψυχοσυναισθηματική ενίσχυση των μελών της, λόγω των εντάσεων που μπορεί να προκαλούνται από τις δυσκολίες της καθημερινής μελέτης.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ρόλος του γονέα στην οικογένεια είναι -και πρέπει να είναι- διακριτός από τον ρόλο του «εκπαιδευτικού» ή του «εκπαιδευτή», για την ομαλή συναισθηματική ισορροπία των παιδιών, ειδικά αυτών που δυσκολεύονται μαθησιακά