Όλα τα αντηλιακά διαθέτουν φωτοπροστατευτικά φίλτρα. Φωτοπροστατευτικά φίλτρα λέγονται οι ουσίες που περιέχονται στα αντηλιακά προϊόντα ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία από την υπεριώδη και την ορατή ακτινοβολία.
Τα φίλτρα αυτά διακρίνονται σε:
Χημικά φίλτρα: Κυρίως χρησιμοποιούνται τα φίλτρα ευρέος φάσματος (UVA+UVB) που απορροφούν την υπεριώδη ακτινοβολία.
Έχουν λεπτόρρευστη σύσταση, με αποτέλεσμα να είναι ευχάριστα στη χρήση γιατί απλώνονται εύκολα στην επιδερμίδα. Η σύστασή τους επιτρέπει την προσθήκη στη φόρμουλα του αντηλιακού και άλλα, ενεργά αντιοξειδωτικά και αντιγηραντικά συστατικά.
Για να δράσουν αποτελεσματικά πρέπει να μεσολαβήσουν 20 λεπτά από την εφαρμογή μέχρι την έκθεσή μας στον ήλιο. Λόγω της παρουσίας πολλών συστατικών στα χημικά φίλτρα ευρέος φάσματος, όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης SPF τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος ερεθισμού ή φωτοευαισθησίας της επιδερμίδας- ιδιαίτερα για την ξηρή και ευαίσθητη με διαταραγμένο προστατευτικό φραγμό.
Φυσικά φίλτρα: Δεν απορροφούν αλλά ανακλούν την υπεριώδη ακτινοβολία. Τα φυσικά φίλτρα αποτελούνται από ανόργανες ενώσεις συστατικών ορυκτής προέλευσης –για το λόγο αυτό αποκαλούνται και ορυκτά φίλτρα- όπως είναι το διοξείδιο του τιτανίου και το οξείδιο του ψευδαργύρου.
Έχουν μεγαλύτερη διάρκεια δράσης κατά την άμεση έκθεση της επιδερμίδας στις ακτίνες UV. Είναι πιο φιλικά με το δέρμα και σπάνια προκαλούν ερεθισμούς –γι αυτό συστήνονται για την προστασία της παιδικής ή ευαίσθητης επιδερμίδας. Σπάνια φράζουν τους πόρους-γι αυτό και συστήνονται στις επιδερμίδες με ατέλειες ή με τάση ακμής.
Ωστόσο, έχουν και μειονεκτήματα. Αφήνουν εύκολα την επιδερμίδα απροστάτευτη, γιατί παρασύρονται από το νερό και τον ιδρώτα , όταν κολυμπάμε ή επιδιδόμαστε σε σπορ, ή απομακρύνονται λόγω της τριβής με την πετσέτα, όταν κάνουμε ηλιοθεραπεία. Η συχνή ανανέωση είναι επομένως επιβεβλημένη. Επιπλέον, αφήνουν μια ασπρίλα στο δέρμα μας.