Skip to main content

Το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, η Ζάκυνθος βιώνει μια μοναδική τελετουργία που ξεχωρίζει στον ορθόδοξο κόσμο: τη λιτάνευση του Εσταυρωμένου. Στις 2:00 μ.μ., από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου του Μώλου στην πλατεία Σολωμού, ξεκινά η πομπή που διασχίζει την πόλη, μετατρέποντάς την σε έναν ζωντανό Γολγοθά.

Την Μεγάλη Παρασκευή, η Ζάκυνθος ζει μια εμπειρία που ξεπερνά τα όρια της λατρείας και αγγίζει τα βάθη της συλλογικής μνήμης και της τοπικής ταυτότητας. 

Δεν είναι απλώς η αναπαράσταση του Θείου Πάθους· είναι μια τελετουργία βαθιά ριζωμένη στο ζακυνθινό ήθος, μια μυσταγωγία όπου η πόλη ολόκληρη μεταμορφώνεται σε τόπο μαρτυρίου και συναισθηματικής κορύφωσης.

Η λιτανεία του Εσταυρωμένου το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής δεν είναι μόνο μοναδική στην ορθόδοξη παράδοση· είναι και ένα από τα σπουδαιότερα εκκλησιαστικά και πολιτιστικά γεγονότα του νησιού.

Με φόντο τις πέτρινες προσόψεις, την πλατεία Ρούγα, τον Αγιο Μάρκο, την πλατεία Σολωμού και τον Ιόνιο ουρανό, η Ζάκυνθος συμβολίζει τον Γολγοθά και καλεί κάθε ψυχή να συμμετάσχει στην πορεία της σιωπής, του πένθους και της προσδοκίας.

Ιστορικότητα και ιερά κειμήλια της πομπής

Η λιτανεία του Εσταυρωμένου στη Ζάκυνθο, η οποία τελείται το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, αποτελεί μοναδική λειτουργική έκφραση στον ορθόδοξο κόσμο, με ρίζες που χάνονται στα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Ζακυνθινής Αναγέννησης. 

Δεν πρόκειται για αναπαράσταση ή έθιμο· είναι θεσμοθετημένη εκκλησιαστική πράξη, με βαθιά πνευματική, αλλά και αισθητική διάσταση.

Στην πομπή συμμετέχουν δύο από τα σημαντικότερα ιερά κειμήλια της τοπικής λατρείας:

•Ο Εσταυρωμένος Χριστός, ένα εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο έργο, φιλοτεχνημένο από τον μεγάλο Ζακυνθινό αγιογράφο Νικόλαο Καντούνη (1767–1834). Πρόκειται για αριστούργημα εικαστικής και θεολογικής έμπνευσης, το οποίο ενσαρκώνει όχι μόνο το Πάθος αλλά και το ήθος της επτανησιακής τέχνης.

•Η εικόνα της Mater Dolorosa, της Παναγίας του Πάθους, που παριστάνει τη Θεοτόκο (Μητέρα Θρηνωδούσα) με σκυμμένο πρόσωπο, τυλιγμένο σε μαύρο πέπλο, σε στάση μητρικής απόγνωσης και ταυτόχρονα ελπίδας. Είναι έργο του τέλους του 18ου αιώνα, εμπνευσμένο από την ιταλική εικονογραφία, το οποίο έχει ενσωματωθεί στη ζακυνθινή εκκλησιαστική παράδοση ως σύμβολο του θείου και ανθρώπινου πένθους.

Η ταυτόχρονη παρουσία των δύο αυτών μορφών – του Υιού επί του Σταυρού και της Μητέρας εν πορεία – προσδίδει στην τελετή μια συγκλονιστική πνευματική δραματουργία, μοναδική στο είδος της.

Ο ήχος του Πάθους – Η φιλαρμονική, ο ύμνος και η ευλογία

Η λιτανεία του Εσταυρωμένου στη Ζάκυνθο δεν εκτυλίσσεται στη σιωπή. Την πομπή ντύνει με μουσική ο βαθιά συγκινητικός ψαλμικός ύμνος «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη», βασισμένος στον Β΄ Ψαλμό του Δαβίδ. 

Στη ζακυνθινή εκδοχή της Μεγάλης Παρασκευής, ο ύμνος αυτός διασκευάστηκε για φιλαρμονική από τον σπουδαίο μουσουργό αείμνηστο Κωνσταντίνο Σαμσαρέλλο, αποτελώντας σήμα κατατεθέν του ζακυνθινού Πάθους.

Η στιγμή που ο Εσταυρωμένος εξέρχεται από τον ναό του Αγίου Νικολάου του Μώλου, με τη φιλαρμονική να παιανίζει το «Ίνα τι εφρύαξαν», είναι από τις πιο φορτισμένες πνευματικά και δραματουργικά σκηνές της Μεγάλης Εβδομάδας στο νησί. 

Ο ήχος, βαρύς και απόκοσμος, διαπερνά το πλήθος, συνοδεύοντας τον Χριστό στη διαδρομή του εντός της πόλης.

Όταν η πομπή επιστρέφει στην πλατεία Σολωμού, η φιλαρμονική επαναλαμβάνει τον ύμνο, ενώ ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ζακύνθου κ. Διονύσιος, ανεβασμένος πάνω από το τοποθετημένο, ντυμένο στα μαύρα, βάθρο στη μέση της πλατείας του ποιητή, υψώνει τον Εσταυρωμένο και ευλογεί σταυροειδώς το πλήθος προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Η ευλογία αυτή δεν είναι απλώς συμβολική. Είναι μια ιερή πράξη ενότητας, ελπίδας και πνευματικής προστασίας για το νησί και τους ανθρώπους του, που βιώνουν το Θείο Πάθος με πίστη, δέος και αυθεντικότητα.

Η πόλη «ως Γολγοθάς» – Η πομπή στους δρόμους και η ιδιαιτερότητα της ώρας

Σε αντίθεση με τις περισσότερες ορθόδοξες παραδόσεις, όπου η περιφορά του Εταυρωμένου τελείται το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτη εντός των Ναών, στη Ζάκυνθο η βασική κεντρική λιτανεία του Εσταυρωμένου πραγματοποιείται το μεσημέρι της Μ. Παρασκευής, σε μια ασυνήθιστη αλλά βαθιά ριζωμένη λειτουργική επιλογή, που μετατρέπει την πόλη σε σκηνή του Θείου Πάθους.

Από τη στιγμή που ο Εσταυρωμένος εξέρχεται του ναού, η πόλη πενθεί. Οι δρόμοι κλείνουν, τα καταστήματα παύουν τη λειτουργία τους, στα παράθυρα των σπιτιών κρέμωνται μαύρα υφάσματα με το σχήμα του σταυρού, οι κάτοικοι και οι επισκέπτες συντονίζονται με τη σιωπηλή πορεία του Χριστού μέσα στον αστικό ιστό. 

Η λιτανεία διασχίζει την πλατεία Σολωμού, προχωράει στην Πλατεία Αγίου Μάρκου, στην Αλεξάνδρου Ρώμα (πλατεία Ρούγα) και φθάνει στους Αγίους Σαράντα, εκεί κάνοντας στροφή επιστροφής, μπαίνει στην οδό Φωσκόλου, φθάνει στην οδό Βενιζέλου όπου στρίβει δεξιά για να περάσει μπροστά από το Μητροπολιτικό Μέγαρο, βγαίνει στην παραλιακή και κατευθύνεται προς την στήλη των πεσόντων, στο ύψος αυτό, μπαίνει και πάλι στην πλατεία Σολωμού από την πλευρά που στέκεται το άγαλμα της Ελευθερίας ακριβώς απέναντι από τον Αγιο Νικόλαο του Μώλου για να καταλήξει στο σημείο της ευλογίας. Οι ήχοι της φιλαρμονικής και οι ψίθυροι του πλήθους συνοδεύουν τη σωματική και πνευματική «κάθοδο» προς τον συμβολικό Γολγοθά.

Η μεσημεριανή τέλεση δεν είναι τυχαία. Κατά την ευαγγελική αφήγηση, η Σταύρωση του Κυρίου έλαβε χώρα «εξάτης ώρας έως ενάτης» – δηλαδή περίπου από τις 12:00 έως τις 15:00 το μεσημέρι. 

Το ζακυνθινό τυπικό τιμά αυτή τη χρονική ακρίβεια, ενσωματώνοντάς την στο λατρευτικό πρόγραμμα με ακρίβεια και βαθιά θεολογική συνείδηση.

Έτσι, ολόκληρη η Ζάκυνθος μετατρέπεται σε μια σκηνή συλλογικής συμμετοχής στο Πάθος, σε έναν τόπο πένθους και μνήμης, όπου το αστικό και το ιερό συνυπάρχουν.

Η κοινή ψυχή του πένθους και της πίστης

Κάθε χρόνο, Ζακυνθινοί και επισκέπτες από κάθε γωνιά της Ελλάδας και του κόσμου, στέκονται δίπλα-δίπλα, σιωπηλοί και δακρυσμένοι, στο πλάι του Εσταυρωμένου. 

Δεν είναι απλώς θεατές· είναι συμμέτοχοι σε ένα βίωμα που διαπερνά τα στενά του χρόνου και της γλώσσας. 

Είναι προσκυνητές σε μια πομπή που δεν ακολουθεί μόνο δρόμους, αλλά ανθρώπινα βιώματα.

Η λιτανεία της Μεγάλης Παρασκευής στη Ζάκυνθο δεν είναι απλώς παράδοση. Είναι ενσάρκωση πίστης, είναι μια προσευχή που γίνεται σώμα, ήχος και βήμα, είναι η ίδια η πόλη που σκύβει με ταπεινότητα μπροστά στον Σταυρό.

Κι όταν, στη σιγή της πλατείας, ο Μητροπολίτης υψώνει τον Εσταυρωμένο και ευλογεί τον λαό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, δεν είναι μόνο το νησί που ευλογείται. 

Είναι όλη η ανθρώπινη αγωνία που βρίσκει ελπίδα, είναι όλη η ψυχή ενός τόπου που κάθε χρόνο, εκείνη την ώρα, γίνεται Γολγοθάς – και περιμένει Ανάσταση.

Κάθε πένθος προσδοκά Ανάσταση

Καθώς ο Εσταυρωμένος επιστρέφει στον ναό, και το πλήθος σκορπίζει βουβό, η Ζάκυνθος διατηρεί ακόμα στους δρόμους της τη βραδύτητα της θλίψης και την ευωδία του λιβανιού. Στο βλέμμα των ανθρώπων υπάρχει συγκίνηση, αλλά και μια υπόσχεση – αυτή της Ανάστασης.

Και τότε, οι στίχοι του Διονυσίου Σολωμού ακούγονται σχεδόν ψιθυριστά, σαν προανάκρουσμα του φωτός που έρχεται:
Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη.

Μέσα από το απόλυτο πένθος, η Ζάκυνθος υπενθυμίζει πως το Φως δεν καθυστερεί. Ότι ο Γολγοθάς δεν είναι το τέλος, αλλά το απαραίτητο πέρασμα προς την Ανάσταση. 

Και πως σε τούτο το νησί, η παράδοση δεν είναι απλώς ανάμνηση· είναι πράξη πίστης, συλλογικής ταυτότητας και πολιτισμού.

πηγή. Σπύρος Καμπιώτης

Επιμέλεια και βίντεο Κεφαλληνός Κυριάκος