επιμέλεια: Μαριάντζελα Χατζηεφραιμίδου
Ήταν ξημερώματα της 28ης Φεβρουαρίου, όταν με ξύπνησε ο σύζυγός μου με τρόπο που σπάνια συμβαίνει, να μου ανακοινώσει την είδηση. Με το μυαλό μου να μη λειτουργεί, μες στον ύπνο μου, άνοιξα το κινητό μου και έριξα μια γρήγορη ματιά στις ειδήσεις. Είναι από τις φορές που με αυτό που διαβάζεις τα χάνεις, γιατί οι λέξεις δεν χωρούν να περιγράψουν αυτό που σου συμβαίνει κι εσύ δεν μπορείς από μόνος σου να το ζυγίσεις. Θες να το ακούσεις, να το δεις και να το πάρεις απόφαση ότι συμβαίνει.
Η ώρα περνάει και οι εικόνες στις ειδήσεις και τα sites απλά περνούν από μπροστά σου και καταγράφονται πιο γρήγορα από την ταχύτητα που μπορείς να τα κατανοήσεις. Κι όσο έφευγε η μέρα κι ερχόταν το βράδυ οι φωνές, ο ανθρώπινος πόνος και η στεγνή πληροφορία των μέσων, βούιζε στα αυτιά. Και ύστερα εκείνος ο πόνος στο στομάχι, από τη γροθιά του πραγματικού, αυτού που έχει συμβεί και πλέον δεν αλλάζει.
Τις λεπτομέρειες σχεδόν δεν τις ακούς, τί σημασία έχουν οι λεπτομέρειες, αυτό που βλέπεις να συμβαίνει είναι τόσο πιο μεγάλο από τις λεπτομέρειες.
Αυτές οι λεπτομέρειες, ένα χρόνο μετά, είναι το ίδιο το γεγονός. Το πώς και το γιατί. Κυρίως το γιατί. Για αυτό το γιατί που πολεμούν διαχρονικά οι άνθρωποι απέναντι σε κάθε άδικο. Και όταν η ερώτηση είναι ο θάνατος, ο πιο απότομος και ο πιο τρομαχτικός, το άδικο είναι αδιαπραγμάτευτο.
Μαμά έρχομαι. Αγάπη μου έρχομαι. Παιδί μου, αδελφέ μου, αδελφή μου έρχομαι.. Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας οι γονείς, οι φίλοι είναι έξω από ένα νοσοκομείο και περιμένουν. Κάποιοι ακόμα ζουν, θα θυμούνται και πάντα θα πονά το σώμα και η ψυχή.
Και ύστερα ήρθαν οι ανακοινώσεις. Και οι δηλώσεις ενός κράτους που είναι πάντα ψύχραιμο, σπάει για λίγο κατά τα πρωτόκολλα και αμέσως μετά είναι έτοιμο να γυρίσει σελίδα. Στέλνει ανθρώπους να τους δουν “ειδικοί”, τους ζητά να βρουν δύναμη, να σφίξουν τα δόντια και λίγο καιρό μετά να βρουν παρηγοριά στην εκκλησία.
Κανείς δεν ήξερε εκείνο το ξημέρωμα τί έβλεπε και πού συμβαίνει, απλά περνούσαν οι ώρες. Κι εμείς αγκαλιάζαμε όλοι τα παιδιά μας και τους ανθρώπους μας ενοχικά. Η ενοχή κάθε ανθρώπου που συναισθάνεται το άδικο, το μοιραίο.
Ένα χρόνο μετά οι αποκαλύψεις, οι αιτίες και οι ευθύνες λίγο μας προκαλούν έκπληξη σε μια χώρα που έχει μάθει να γυρνάει σελίδα. “Ζούμε από τύχη”, θα μπορούσε να λέγεται το κακοπαιγμένο έργο στο οποίο είμαστε όλοι πρωταγωνιστές..
Ας είμαστε όλοι εδώ στο δρόμο για τη δικαίωση και το φως. Απέναντι σε κάθε παράνοια και απόπειρα να ενταχθεί η λογική στο παράλογο.
Για τον Παναγιώτη, την Αναστασία, τη Χρυσή, τη Θωμαή, τον Νικήτα, την Καλλιόπη, την Ευαγγελία, το Βάιο,την Ελπίδα, την Αγάπη, τον Ιορδάνη, τον Γεράσιμο που είναι σε κώμα και κάθε παιδί, πατέρα, μητέρα, σύζυγο, αδελφό που κάποιος δεν πρόλαβε να τους χορτάσει..
Για κάθε βλέμμα τρόμου που θόλωσε το μυαλό εκείνη την τραγική στιγμή. Για κάθε λυγμό που δεν έχει τολμήσει να βγει ακόμα. Για κάθε σπίτι που πλέον ζει στη σιωπή. Για κάθε μέρα που διαδέχεται την άλλη χωρίς όνειρα..
Ποτέ δεν φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ΄ τα σπίτια τους. Tριγυρίζουν εκεί. Mπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους, την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαϊ κι ακούει το νερό να κοχλάζει, σαν να σπουδάζει τον ατμό και τον χρόνο… Πάντα εκεί…
Γ.Ρίτσος